ἀποφορά

ἀποφορά
ἀποφορ-ά, , ([etym.] ἀποφέρω)
A payment of what is due, tax, tribute, Hdt. 2.109, Plu.Thes.23, etc.: esp. money which slaves let out to hire paid to their master,

ἀποφορὰς πράττειν X.Ath.1.11

;

ἀ.κομίσασθαι And.1.38

;

φέρειν Aeschin.1.97

, Men.431;

ἀποδόντες Id.Epit.163

: generally, return, profit, rent,

ἀποφορὰν φέρειν Arist.Pol.1264a33

;

ἀποφέρειν Plu.2.239e

;

ἀ. βαλανείου BGU362 ix 2

(iii A. D.); contribution, war-tax,

ἀ. τελεῖν Plu.Arist.24

.
II effluvia, D.H.10.53, D.S.24.12, Plu.2.647f, Aret.SA1.10; ἡ ἀ. τοῦ πυρός Sch.Il.Oxy.221 xvii8.
2 absorption of περίττωμα, Anon.Lond.Fr.1.6.
III in Logic. = στέρησις, privation, Arist.Metaph.1046b15, cf. Alex. Aphr. adloc.
IV right to carry away portions of sacrifice, SIG1025.46,al.,1026.4(Cos, iv/iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀποφορά — ἀποφορά̱ , ἀποφορά payment of what is due fem nom/voc/acc dual ἀποφορά̱ , ἀποφορά payment of what is due fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφορᾷ — ἀποφορά payment of what is due fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποφορά — η (Α ἀποφορά) [αποφέρω] δυσοσμία από αναθυμιάσεις αρχ. 1. πληρωμή οφειλών, καταβολή φόρων 2. χρήματα που οι μισθωμένοι σε τρίτους δούλοι απέφεραν στον κύριο τους 3. (γενικά) εισόδημα, κέρδος, ενοίκιο …   Dictionary of Greek

  • αποφορά — η βρόμα από αναθυμιάσεις: Είχαν ανοίξει τον υπόνομο κι έβγαινε απ αυτόν μια φριχτή αποφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποφορᾶι — ἀποφορᾷ , ἀποφορά payment of what is due fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφοράν — ἀποφορά̱ν , ἀποφορά payment of what is due fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφοράς — ἀποφορά̱ς , ἀποφορά payment of what is due fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АПОФОРА —    • Άποφορά,        1. подать, которую Спарта, как предводительница союза, взимала с отдельных греческих городов для ведения войны против персов, позднее, во времена гегемонии Афин, эта подать называлась φόρος;        2. оброк, который илот… …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀποφοραῖς — ἀποφορά payment of what is due fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφοραί — ἀποφορά payment of what is due fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφορᾶν — ἀποφορά payment of what is due fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”